- ξαρμπουρίζω
- ξαρμπούρισα, ξαρμπουρίστηκα, ξαρμπουρισμένος, βγάζω, αφαιρώ τα άρμπουρα, τα κατάρτια, τους ιστούς πλοίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαρμπουρίζω — νεοελλ. ναυτ. αφαιρώ τους ιστούς, βγάζω τα άρμπουρα από πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αρμπουρίζω «τοποθετώ τους ιστούς»] … Dictionary of Greek
ξαρμπούρισμα — το [ξαρμπουρίζω] ναυτ. η αφαίρεση τών ιστών, τών καταρτιών τού πλοίου, η αφίστωση … Dictionary of Greek